Προλογος

Ποιητικές Συλλογές που δεν πρόλαβα να εκδώσω τότε που γράφαμε ακόμα ποίηση, όλοι μαζί σε μισοφωτισμένα δωμάτια. Ολη μου η ιστορία είναι εδώ. Από το 1987 μέχρι το 2000, οπότε η ποίηση σταμάτησε να είναι για μένα αποτελεσματική (η ποίηση ενίσχυε το Εγώ μου, που είχα αποφασίσει να αποδυναμώσω για χάρη της αγάπης), όλες οι περιπλανήσεις της ψυχής μου, από το σκοτάδι στο φώς κι από το Μεγάλο Ανέβασμα (το δεύτερο βιβλίο μου το 1987) μέχρι την πικρή πεζότητα μιας καθημερινής ζωής στην επαρχία.
Επειδή γεννήθηκα Σεπτέμβρη του 1967, είμαι όλοι μου οι Σεπτέμβρηδες . Αυτή είναι η εξήγηση του τίτλου.
Ψάξτε για τους κρυμμένους κώδικες του λόγου μου και τη μουσική του και την εικόνα του γιατί το λόγο αυτό σας τον μεταφέρω ως πολυθέαμα.
Κάποιες τεχνικές γραψίματος έχουν χρησιμοποιηθεί εδώ και μπορεί να ξενίσουν, όπως η αυτόματη γραφή και το cut-up. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιώ λέξεις με βάση τη μουσική αρμονία και τη ρυθμική συνοχή που μπορεί να έχουν μεταξύ τους στον προφορικό λόγο. Τα φωνήεντα προσφέρουν την αρμονία και τα σύμφωνα το ρυθμό.
Τα πιο παράξενα γραπτά μου, πρέπει να απαγγελθούν για να γίνουν κατανοητά.

Σεπτέμβρης και οι SPACE BEATNICKS ΙΙ



Η Ιστορία του Λουί (του Ιθαγενή)

Ο Λουί ο Ιθαγενής.
Εφτασε.
Ο Λουί ο Ιθαγενής, ο θνησιγενής
έφτασε.
Φοράει ένα μεταξωτό μαντηλάκι
κι έχει μια σφίγγα τσιτωμένη στο λαιμό του
«mais oui!» λέει ο Λουί, ο Λουί ο Ιθαγενής
«mais oui!»
και βαδίζει ισσοροπώντας πάνω στη μάντρα
ενώ η μάσκα της οικογένειας κοντεύει να τον θρυμματίσει
Εκείνος επιδεικνύεται
και ξεκοιλιάζει τα παιδιά του
τη γυναίκα του
κρεμάει την πεθερά του
κι αυτοπυρπολείται ο ίδιος
κι ύστερα,
πέφτει για ύπνο

Ο Λουί,
είναι μια αδερφή
Τώρα ο Λουί
μαζεύει τα πράγματά του
τις βαλίτσες του
και γίνεται καπνός
μέσα από τις βουλευτικές εκλογές
ενώ ο Πρόεδρος του γνέφει:
«έλα ‘δω, παιδί μου»
Ο Λουί,
ο Λουί η αδερφή
έγινε καθαρίστρια στους δημόοσιους νόμους
και τα βράδια πρωθυπουργεύει τα καθήκοντα του κρεβατιού του
Ο Λουί Μαλ –λον
είναι άρρωστος
αλλά και τι μ’ αυτό;
Μήπως εγώ δεν είμαι;
Ο Λουί ο θνησιγενής
έβγαλε εξανθήματα στο τρίτο πόδι
κι όταν μεγάλωσαν αυτά εκείνος έγινε
πατάτα
πάτα πατάτατα
κι αεροδυναμικά πέταξε προς τα σύννεφα και κάηκε
ο Λουί ο σκοπευτής
            ο ιθαγενής
και κάηκε
και κάηκε
μέχρι που έσβησαν τ’ αστέρια
κι ο Λουί ο μάπας, η αδερφή του κερατά
τώρα μας φωνάζει από κει πάνω
«έ, αλεπού! γειά σου σκατζόχειρε! χελώνα!»
Τώρα έγινε τουρίστας
Μας κοροϊδεύει
Χέϊ! Χέϊ! Χέϊ!
Ο Λουί ο καβαλάρης
             ο τουρίστας
             ο θνησιγενής
Ο Λουί ο Ιθαγενής!

Η Ιστορία του Λουί (του Ιθαγενή)
εκδοχή β΄

Ο Λουί κάθεται
βλέπει
το φεγγάρι
Ο Λουί κάθεται
βλέπει
το φεγγάρι
Ο Λουί κάθεται (κάθεται)
                            βλέπει (βλέπει)
                                         το φεγγάρι
τιπ
τοπ
τιπ
Είναι Πανσέληνος

Ο Λουί μόνος
Ο Λουί με παρέα – μόνος
Ο Λουί όλος ο κόσμος
Ο Λουί: που βρίσκεται;
Ξυπνάει τη μέρα που χάθηκαν τα παπούτσια του
Πρόσφυγας στην ορμή
Γενναίος, χαμένος καβαλάρης
Προβολέας που γεννάει
το βασιλιά μας
κι ο Λουί
κλείνει την πόρτα
ευγενικός
τόσο, μα τόσο μόνος
στο δρόμο.
Δεν έχει που να πάει
            
                                 Εντρομος
                                 Αφήνεται
                                 Να παρασυρθεί
στη σκόνη
και τα παραπετάσματα
ενώ ο άνεμος
με συνεχείς κραυγές
καλεί τους φίλους του
Καταφτάνουν: επίχρυσα
                        επιβλητικά
                        επιθετικά
γεμάτα σωρούς εγκλημάτων
σαν ελέφαντες
γκρεμίζουν την πρόσοψη του δικαστηρίου
Ο Λουί κάθεται στην έδρα
έτοιμος να καταστρέψει
κάθε ανέντιμο εισβολέα
«Προδότες!»
Ο Λουί
καθισμένος χειροκροτά τα επιχειρήματά του
Το κοινό
χαρισμένο σ’ αυτό το συρφετό ελπίδων
προστρέχει πάντα στους σοφούς πρωταγωνιστές
με φιλαρέσκεια
η οροφή ανοίγει
και το αστεροσκοπείο γεμίζει θραύσματα γέλιου
Γενικός χαβαλές επικρατεί.
Τα παιδιά χάνονται μέσα σ’ ένα γαλαξιακό τόξο
στον έναστρο, νυχτερινό, ουρανό

Υστερικές νέες μανάδες
σηκώνουν τα χέρια

Ο Λουί
Ψυχοπλακωμένος
Δεν έχει που να πάει
Ανοίγει μια μπύρα.

Νυχτερινές, αυλακωμένες
όψεις του ίδιου σπέρματος
φύλακες της φυγής,
θηλάζουν τα νέα μωρά των εσπερίδων
Μαύρα νύχια βασάλτη ταιριάζουν
στα θάλασσα βαρκούλες οβάλ-
κι έτσι χάνονται
και πνίγονται
και καταρρέουν
δακρύζοντας χίλιοι ωφειλέτες της αρετής
Ο Λουί ο Ιθαγενής
παίζει μ’ ένα κόκκαλο στην παραλία
αλλά μην τον κατηγορήσετε:
είναι συγκινημένος

Θέλει – να – κάνει – έρωτα

Η Ιστορία του Λουί (του Ιθαγενή)
εκδοχή γ΄

Ο Λουί
κάθεται στο νεκροκρέβατό του
περιμένοντας να σωπάσει
Του ψέλνω από τη Βίβλο των Νεκρών
Συμβουλέψαμε το πλήθος να μην κλάψει
Θα του έκανε κακό

Ο Λουί αν ζούσε
θα άνοιγε μπακάλικο
Ο Λουί αν ζούσε
θα χριζόταν αυτοκράτορας
Ο Λουί αν ζούσε
θα προτιμούσε να πεθάνει
ανάμεσα στους προβολείς ενός τσίρκου όπου,
η ακροβάτρια πηδάει απ’ την κούνια και καρφώνεται
με τα πόδια της στο στομάχι του
Τώρα μας λέει
«να προσέχετε το Σκύλο
είναι τρελός ο Σκύλος να τον προσέχετε»
τώρα μας λέει
«αχά! φόρεσες την κελεμπία σου βλέπω!»

Θυμάμαι το Λουί
Το Λουί τον Ιθαγενή
Τα τελευταία του λόγια ήταν
«ΤΙ ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ; Θ’ ΑΡΓΗΣΩ ΣΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ!»

Ας πιούμε στην υγειά του
Στην υγειά του Λουί!